- τροχιστής
- [трохистис] ουσ а. точильщик.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τροχιστής — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στο ακόνισμα κοπτικών εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τροχιστής — ο ο επαγγελματίας ακονιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακονιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) [ακονίζω] αυτός που ακονίζει με το ακόνι διάφορα όργανα, ο τροχιστής … Dictionary of Greek
τροχιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιστή ή στο τρόχισμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τροχιστικά η αμοιβή τού τροχιστή, τα έξοδα τού τροχίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
ακονιστής — ο ο τροχιστής: Πήγε τα ψαλίδια στον ακονιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)